προσκολλώ — άω, ΝΑ 1. κολλώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο με κολλώδη ουσία, προσαρμόζω 2. παθ. προσκολλώμαι, άομαι·μτφ. εμμένω σταθερά, αφοσιώνομαι («ψυχαὶ προσκεκολλημέναι Θεῷ», Φίλ.) νεοελλ. 1. στρ. τοποθετώ προσωρινά αξιωματικό, υπαξιωματικό ή οπλίτη σε μια… … Dictionary of Greek
προσκολλῶ — προσκολλάω glue on pres imperat mp 2nd sg προσκολλάω glue on pres subj act 1st sg (attic epic ionic) προσκολλάω glue on pres ind act 1st sg (attic epic ionic) προσκολλάω glue on pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) προσκολλάω glue on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκολλίζω — Α προσκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού προσκολλῶ κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
προσκόλληση — η / προσκόλλησις, ήσεως, ΝΑ [προσκολλῶ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού προσκολλώ, συγκόλληση ή επικόλληση δύο τμημάτων με κολλώδη ουσία νεοελλ. 1. στρ. η προσωρινή τοποθέτηση βαθμοφόρου ή οπλίτη σε μια μονάδα για εκτέλεση υπηρεσίας ή για… … Dictionary of Greek
όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… … Dictionary of Greek
αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα … Dictionary of Greek
αναδένω — (Α ἀναδέω*) [ἀναδέω] 1. ξανασυνδέω ή ενώνω τα δύο άκρα κομμένου νήματος 2. δένω κάτι προς τα επάνω, τό υψώνω και τό συγκρατώ δεμένο με ταινία, κλωστή κ.λπ. 3. Ναυτ. προσδένω πλοίο για ρυμούλκηση 4. δένω με μαγικό επίδεσμο 5. προσκολλώ μικρό… … Dictionary of Greek
εμπλάσσω — ἐμπλάσσω και ἐμπλάττω (Α) 1. περικλείω, περιβάλλω 2. σχηματίζω, διαμορφώνω 3. προσκολλώ, επικολλώ 4. φράζω, στουπώνω 5. είμαι εύπλαστος … Dictionary of Greek
επικολλαίνω — ἐπικολλαίνω (Α) [κόλλα] προσκολλώ πάνω σε κάτι, επικολλώ («πηλὸν ἐπικολλαίνουσι», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek